-
1 полоса
1. (узкая пластинка) η λωρίδα 2. (цветовая линия) η γραμμή, η λωρίδα 3. (προκ.) η ταινία, η λάμα 4. (сортового металла) η λάμα 5. полигр. η στήλη, η σελίδα 6. (зона, пояс) η ζώνηветрозащитная - η σειρά των δέντρων ή θάμνων (γύρω από τα χωράφια) για την προστασία από τους ανέμουςвзлётно-посадочная - (ΒΠΠ) см. взлётно -посадочная полоса лесозащитная - προστατευτική - του δάσουςполезащитная - η (γύρω-γύρω) σειρά δέντρων ή θάμνων για την προστασία των χωραφιών- частот боковая πλευρική - των συχνοτήτων, οι πλευρικές συχνότητεςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > полоса
-
2 шина
1. (резиновый обруч, покрышка с резиновой камерой наполненной сжатым воздухом) το επίσωτρο, το ελαστικόразг. το λάστιχοзапасная - см. резервная -камерная - με θάλαμο, η σαμπρέλα(разг.) η ρεζέρβα (ξεν.)2. мед. ο νάρθηκας 3. (эл) η ράβδοςο αγωγός ηλεκτρικού ρεύματος4. (элн., вчт.) η αρτηρία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > шина
-
3 пластина
η πλάκα, το έλασμαтехнологическая - вконце{}начале{} шва (св.) τεχνολογική - στοτέλος/στην αρχή της ραφήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > пластина